ψυχοβόρος
Смотреть что такое "ψυχοβόρος" в других словарях:
ψυχοβόρος — α, ο / ψυχοβόρος, ον, ΝΜΑ ψυχοφθόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + βόρος (< βορά «τροφή»), πρβλ. σαρκο βόρος] … Dictionary of Greek
ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… … Dictionary of Greek