ψυχοβόρος

ψυχοβόρος
ος , ον см. ψυχοφθόρος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ψυχοβόρος" в других словарях:

  • ψυχοβόρος — α, ο / ψυχοβόρος, ον, ΝΜΑ ψυχοφθόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + βόρος (< βορά «τροφή»), πρβλ. σαρκο βόρος] …   Dictionary of Greek

  • ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»